- τετράποδος
- -η, -ο / τετράποδος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδαζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τετράποδομτφ. άνθρωπος με νοητικότητα ή συμπεριφορά ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -ποδος (< πούς, ποδός), πρβλ. τρί-ποδος].
Dictionary of Greek. 2013.